- ανακομίζω
- (Α ἀνακομίζω)επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.)μσν.- νεοελλ.κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλούαρχ.Ι. ενεργ.1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ2. θεραπεύω, γιατρεύωΙΙ. μέσ. ανακαλύπτω κάτι που έχασα και το παίρνω μαζί μου, ανακτώΙΙΙ. παθ.1. φέρομαι αντίθετα προς το ρεύμα ή προς τα ενδότερα μιας χώρας2. έρχομαι πίσω, επιστρέφω, διασώζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κομίζω.ΠΑΡ. ανακομιδή].
Dictionary of Greek. 2013.